μηνιγγοφύλαξ

μηνιγγοφύλαξ
μηνιγγοφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
1. μεταλλικό προστατευτικό κάλυμμα το οποίο χρησιμοποιούνταν για την προστασία τής μήνιγγας από πιθανή βλάβη κατά τη διάρκεια εγχειρήσεων που γίνονταν στο κρανίο
2. είδος επιδέσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆνιγξ, -ιγγος + φύλαξ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μηνιγγοφυλάκων — μηνιγγοφύλαξ protector masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνιγγοφύλακα — μηνιγγοφύλαξ protector masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνιγγοφύλακας — μηνιγγοφύλαξ protector masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνιγγοφύλακι — μηνιγγοφύλαξ protector masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνιγγοφύλακος — μηνιγγοφύλαξ protector masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήνιγγα — η (Α μῆνιγξ, ιγγος) καθένα από τα τρία μεμβρανώδη περιβλήματα χοριοειδής, αραχνοειδής και σκληρά μήνιγγα τα οποία περιβάλλουν τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό νεοελλ. στον πληθ. οι μήνιγγες ονομασία τών κροτάφων, τα μηλίγγια αρχ. 1. το τύμπανο… …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”