- μηνιγγοφύλαξ
- μηνιγγοφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)1. μεταλλικό προστατευτικό κάλυμμα το οποίο χρησιμοποιούνταν για την προστασία τής μήνιγγας από πιθανή βλάβη κατά τη διάρκεια εγχειρήσεων που γίνονταν στο κρανίο2. είδος επιδέσμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆνιγξ, -ιγγος + φύλαξ.
Dictionary of Greek. 2013.